Πέμπτη 2 Ιουνίου 2011

Κεφάλαιο 2ο:Υποδοχή

                                                


Έντουαρντ 




Κοντοστάθηκα για λίγα λεπτά έξω από την πόρτα.Όλο το θάρρος που είχα αντλήσει όλες αυτές τις μέρες με είχε εγκαταλείψει.Έπρεπε να βάλω γρήγορα τις σκέψεις μου σε μία σειρά.Δεν ήθελα να με δουν έτσι,όχι τουλάχιστον μετά από τόσο καιρό.


Έπρεπε να δείχνω δυνατός αλλά και ψυχρός ώστε να τους κανώ να καταλάβουν πως ο μόνος λόγος που βρίσκομαι εδώ είναι για να πάρω τις πληροφορίες που μου ήταν χρήσιμες ώστε να πραγματοποιήσω στο σκοπό μου.Η αλήθεια βέβαια ήταν πως ήθελα όσο τίποτα να ενταχθώ ξανά στην οικογένεια,να γίνουν τα πράγματα όπως πριν.
Κούνησα το κεφάλι μου προκειμένου να διώξω τις σκέψεις αυτές που μου προκαλούσαν νευρικότητα.


Ακούμπησα το χέρι μου αποφασιστικά στην μεγάλη ξύλινη πόρτα,χτυπώντας την με την αναστροφή του χεριού μου δύο φορές.Καμία κίνηση δεν ακουγόταν από μέσα.κανένα βάδισμα προς την πόρτα.Ακούμπησα το κεφάλι μου στην ξύλινη επιφάνεια προσπαθώντας να ακούσω κάποιον ήχο που θα πρόδιδε την παρουσία τους στο σπίτι αλλά τίποτα.Πως γίνεται να συμβαίνει αυτό?Αφού τους είχα ειδοποιήσει για τον ερχομό μου.Έκτος και αν άλλαξαν γνώμη για την συνάντηση και δεν θέλουν να με ξαναδούν στα μάτια τους.Αλλά και πάλι δεν βγάζει νόημα.Ξεφύσησα και πέρασα το χέρι μου νευρικά μέσα από τις τούφες των μαλλιών μου.Ίσως τελικά μετάνιωσαν για αυτήν την συνάντηση.Αλλά να με αφήσουν έτσι να περιμένω χωρίς προειδοποίηση?αυτό ήταν σίγουρα περίεργο.Η κατάσταση ήταν τόσο μπερδεμένη,που η ώρα περνούσε και εγώ δεν κατάφερνα να βρω κάποια λογική εξήγηση και μου ερχόταν να ουρλιάξω από την σύγχυση.

Ίσως θα ήταν καλύτερα να φύγω αναλογίστηκα και χωρίς να το πολυσκεφτώ ξεκίνησα να περπατάω πρως την έξοδο που οδηγούσε στο δρόμο

Λίγο πριν φτάσω στο δρόμο βηματίζοντας, χαμένος στις σκέψεις μου ένιωσα ένα δυνατό άγγιγμα να με  γραπώνει από το μπράτσο και να με σέρνει προς τα πίσω,στην κατεύθυνσή του σπιτιού.

Προσπάθησα να αντισταθώ και να γυρίσω το πρόσωπό μου ώστε να αναγνωρίσω το πρόσωπο.Μα μου ήταν αδύνατον να μετατοπίσω στο ελάχιστο το σώμα μου.Σίγουρα δεν ήταν άνθρωπος,αυτό μπορούσα να το καταλάβω από την μυική δύναμη.

Τον Άφησα να με καθοδηγήσει μπαίνοντας στο σπίτι,ανεβαίνοντας τα σκαλοπάτια απότομα ώσπου σταμάτησε έξω από το δωμάτιο μου.Με μία κίνηση του χεριού του με έσπρωξε  και το σώμα μου συγκρούστηκε δυνατά με τον τοίχο που πριν λίγα δευτερόλεπτα βρισκόταν απέναντί μου.

Η σύγκρουση προκάλεσε έναν δυνατό πόνο στην πλάτη μου.Τον αγνόησα κατευθείαν και ίσιωσα το σώμα μου παίρνοντας θέση μάχης για να του επιτεθώ.
Με το που τα μάτια μου συνάντησαν τα δικά του,σταμάτησα την επίθεση λίγα εκατοστά μακριά από το σώμα του.

Μπροστά μου εμφανίστηκε ο Έμμετ.Οι κόγχες του είχαν εξογκωθεί και οι μύες του συστέλλονταν με μανία.Μπορούσα να νιώσω στο πετσί μου το τρέμουλο που είχε κυριεύσει το σώμα του.Ήταν έξαλλος και έπρεπε να κάνω κάτι ώστε να τον ηρεμίσω.

Σήκωσα τα χέρια μου για να του δείξω πως δεν έχω σκοπό να του επιτεθώ και ταυτόχρονα έκανα δύο βήματα πίσω.Το βλέμμα του συνέχιζε να σκανάρει την κάθε κίνηση μου.Δεν με εμπιστεύεται.Η διαπίστωση ήρθε και συνέθλιψε την αυτοκυριαρχία που μου είχε απομείνει.

Έκανα ένα βήμα κοντά του και το δυνατό του γρύλισμα αντήχησε σε όλο το δωμάτιο.
''Μην πλησιάζεις'' Η φωνή του τραχεία και δυνατή με ακινητοποίησε πριν καν προλάβω να πω λέξη.

Προσπάθησα να ανοίξω το στόμα μου,μα μου ήταν αδύνατον.Έβλεπα μίσος μέσα στα μάτια του και αυτό με σκότωνε.Ήθελα να φύγω τρέχοντας από αυτό το καταραμένο σπίτι με όλη τη δύναμη της ψυχής μου-εάν είχα τέλος πάντων- και να μην ξαναέρθω ποτέ.Ήξερα όμως πως έπρεπε να πάρω την εκδίκηση μου και δεν θα άφηνα κανέναν να με εμποδίσει.

Αυτή τη φορά ήταν η σειρά του δικού μου γρυλίσματος να αντηχήσει στο δωμάτιο.Πήρα μια βαθυά ανάσα και προσπάθησα να φανώ όσο το δυνατόν πιο ψυχρός γινόταν.
''Μην ανησυχείς δεν είχα σκοπό να σε ακουμπήσω....ειδοποίησα την Έσμε ότι θα έρθω....ξεφύσησα βίαια τον αέρα που είχα μαζέψει και συνέχισα...οι υπόλοιποι που είναι?''

Το πρόσωπό του συσπάστηκε και πήρε μια έκφραση ειρωνίας.Το βροντερό του γέλιο όμως στη συνέχεια με άφησε έκπληκτο.Συνέχισε  για μερικά λεπτά αγνοώντας εντελώς την παρουσία μου.Προσπαθούσε να μιλήσει μα δεν τα κατάφερνε,το γέλιο του διέκοπτε κάθε λέξη.Αφού σταμάτησε να με κοίταξε για ακόμα μια φορά με το μίσος και την ειρωνεία ζωγραφισμένα στο πρόσωπό του και ξαναμίλησε..

''Έρχεσαι μετά από 10 ολόκληρα χρόνια,κάνοντας πως και καλά ενδιαφέρεσαι και έχεις το θράσος να πιστεύεις πως όλοι θα σε περιμένουν με ανοιχτές αγκάλες?Τελικά είσαι πιο ηλίθιος απ'όσο πίστευα...''Τελείωσε τη φράση του και ένα ειρωνικό χαμόγελο διαγράφηκε στα χείλη του.

Προσπάθησα να βρω την ψυχραιμία μου ώστε να μην ξεσπάσω εκείνη τη στιγμή.Δικαιολόγησα μέσα στο μυαλό μου τις πράξεις του.Είχε δίκιο να με κατηγορεί,ήμουν ένας δειλός που πρόδωσε την οικογένεια του με την πρώτη ευκαιρία.Δεν μου άξιζε καλύτερη συμπεριφορά από αυτή αλλά πίστευα πως ίσως με είχαν συγχωρήσει.Τι σκεφτόμουν?Όντως είμαι πολύ ηλίθιος τελικά.

Ένιωσα τα πόδια μου να μουδιάζουν,και ένα ελαφρύ τρέμουλο σκέπασε το κορμί μου.Ο Έμμετ το παρατήρησε και θα ορκιζόμουν πως για μια στιγμή η έκφρασή του μαλάκωσε μα άλλαξε την ίδια στιγμή.


Προσπάθησα να μιλήσω μα οι λέξεις μπλόκαραν μέσα στο στόμα μου.Η ίδια η αλήθεια με μπλόκαρε,η αντίληψη πως όλα αυτά είχαν γίνει εξαιτίας μου.Δεν θα άφηνα όμως άλλο χρόνο να πάει χαμένο.Ίσως μπορούσα να του εξηγήσω,ίσως να με καταλάβαιναν.Με τις σκέψεις αυτές κατάφερα να πάρω λίγο θάρρος και ξαναμίλησα.

''Δεν είμαι χαζός Έμμετ,ξέρω τι έκανα και αντιλαμβάνομαι τις συνέπειες το πράξεων μου''Η φωνή μου κοφτή και σοβαρή σχημάτισε την απάντηση που πάσχιζα να δημιουργήσω

''Χαίρομαι που καταλαβαίνεις τις βλακείες σου.....λοιπόν για να τελειώνουμε επειδή δεν έχω και όρεξη να βλέπω τα μούτρα σου για πολύ.....οι άλλοι έφυγαν.....Η Άλις μόλις έμαθε για την άφιξή σου από την Έσμε έγινε έξαλη και έφυγε για την Αλάσκα πριν από μερικά λεπτά και όλοι την ακολούθησαν ώστε να μην κάνει καμιά τρέλα.Έτσι έμεινα εγώ πίσω για να υποδεχτώ τον αγαπημένο μου αδερφούλη.''
Τελείωσε την πρόταση του και ακούμπησε το σώμα του στην βιβλιοθήκη ευχαριστημένος,γνωρίζοντας πως θα με πονούσε για ακόμα μια φορά.

Και πράγματι τα λόγια του ήταν σαν μαχαιριές που έσχιζαν κάθε εκατοστό της παγωμένης μου καρδιάς.Όλοι με μισούσαν,ήμουν πλέον σίγουρος γι'αυτό.Στην αρχή πίστευα πως ήθελαν να επιτρέψω,μα κατάλαβα ότι όλες οι προσπάθειες έγιναν από την Έσμε και τον Κάρλαιλ.Η αλήθεια που φοβόμουν να αντιμετωπίσω τόσα χρόνια μου έδειχνε το ψυχρό της πρόσωπο.Ήμουν όμως έτοιμος να την αντιμετωπίσω,να αντιμετωπίσω την ίδια μου την οικογένεια?Σίγουρα δεν θα έπαιρνα απάντηση..

''Νομίζω ότι δεν υπάρχει λόγος να κάθομαι άλλο εδώ.Θα επικοινωνήσω ξανά με την Έσμε όταν θα βρίσκονται όλοι εδώ για να πάρω τις πληροφορίες που μου χρειάζονται.''

Ένα απρόθυμο χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη μου.Ανάγκασα τον εαυτό μου να δείχνει ψυχρός και αναίσθητος.Ήταν ο μόνος τρόπος να τον αντιμετωπίσω για να μην πληγωθώ.

''Πολύ καλά αφού αυτό είναι το μόνο που σε ενδιαφέρει,άντε στα τσακίδια τώρα..''
Άρχισε να με πλησιάζει με επιθετικά βήματα και άπλωσε τα χέρια του για να με φέρει στην προηγούμενή μου κατάσταση.Με μια κίνηση βρέθηκα από πίσω του και φυλάκισα τα χέρια του αυξάνοντας την δύναμη της πίεσης ώστε να τον πονέσω...

Έσκυψα το πρόσωπο μου στο αυτί του,και του ψιθύρισα αργά.
''Και μην τολμήσεις να με ακουμπήσεις ξανά,πάρε το σαν προειδοποίηση..''
Άφησα απότομα τα χέρια του και προσπέρασα γρήγορα το δωμάτιο.Κατέβηκα τις σκάλες και έφτασα στην πόρτα.

Καθώς το χέρι μου ακούμπησε στο πόμολο γύρισα το κεφάλι μου και συνάντησα το βλέμμα του.Δεν μπορούσε να κρυφτεί πια.Οι μάσκες είχαν πέσει.Ο πόνος που έκρυβε τόσα χρόνια έκανε τώρα την εμφάνιση του.Δεν προσπάθησε καν να κρύψει  τα συναισθήματα που αποτυπώνονταν στα μάτια του.Κανένας μας δεν μπορούσε να κρυφτεί πια.

Κοιταζόμασταν αμίλητοι για μερικά λεπτά.Ο Έμμετ ακουμπισμένος στη σκάλα κενός και άδειος και εγώ να μένω εκεί χωρίς να μπορώ να πραγματοποιήσω την οποιαδήποτε κίνηση.Έκανα ένα βήμα προς τη πόρτα και τότε οι σκέψεις του,που κρατούσε καλά φυλακισμένες όλη τη διάρκεια της συνάντησης μας με πλημμύρισαν.

''Μην τα παρατήσεις πάλι,όχι ξανά......''

Ακούμπησα το κεφάλι μου στην ξύλινη επιφάνεια της πόρτας προσπαθώντας να ηρεμίσω.Δεν μπορούσα να τον αντικρίσω γιατί ήξερα πως το βλέμμα του,θα τα άλλαζε όλα και σε καμία περίπτωση δεν θα έπρεπε να συμβεί κάτι τέτοιο.Βγήκα έξω και έκλεισα την πόρτα δυνατά πίσω μου.Έπρεπε να εξαφανιστώ όσο το δυνατό πιο γρήγορα

''Θα επιστρέψω..'' Φώναξα περισσότερο στον εαυτό μου και άρχισα να τρέχω προς το δάσος για να βρω πάλι τις ισορροπίες  μου.....

                                          <----------------------------------->

Η ώρα περνούσε βασανιστικά αργά από τη στιγμή που έφυγα από το σπίτι των Κάλλεν.Όλη η συζήτηση που εξελίχθηκε με τον Έμμετ τυραννούσε τη σκέψη μου.
Άδειος,ξαπλωμένος στο παγερό κρεβάτι του πανδοχείου μέτραγα τα λεπτά,τα δευτερόλεπτα ώστε να επιστρέψω και πάλι στο Φορκς.
Ουσιαστικά,δεν κατάφερα τίποτα με αυτήν την συνάντηση και δεν ήμουν σίγουρα έτοιμος για μια νέα επίσκεψη.Ίσως έπρεπε να εξαφανιστώ για ακόμα λίγο καιρό...

Πέρασα τα δάχτυλά μου μέσα από τις ανακατεμένες τούφες των μαλλιών μου μη μπορώντας να ηρεμήσω από την σύγχυση.
Γιατί πρέπει να τα κάνω όλα λάθος?Γιατί πρέπει να δειλιάζω και να τα καταστρέφω όλα ?Γιατί να είμαι τόσο ανίκανος?Γιατί?......

Σηκώθηκα απότομα από το κρεβάτι και βημάτισα προς το παράθυρο προσπαθώντας να χαλιναγωγήσω τον εαυτό μου.Έβγαλα το κεφάλι μου έξω από το παράθυρο και πήρα μια βαθιά ανάσα.Ένιωσα τον αέρα να γεμίζει το σώμα μου και να καθαρίζει το μυαλό μου.Ίσως το να ξαναφύγω ήταν μια εντελώς ηλίθια ιδέα.

Έκανα ξανά τη διαδρομή προς το κρεβάτι και έκατσα στην άκρη προκειμένου να σκεφτώ ποιες θα ήταν οι επόμενες κινήσεις μου.Ίσως θα έπρεπε......

Ο ήχος την τηλεφωνικής συσκευής με διέκοψε και κατευθύνθηκα απρόθυμα προς το σαλόνι για να το σηκώσω. Ποιος μπορεί να ήταν?μάλλον το προσωπικό του ξενοδοχείου συνειδητοποίησα.Πάτησα το κουμπί της απάντησης αλλά καμία φωνή δεν ακουγόταν. Άποφάσισα πως εγώ θα ήταν καλύτερο να μιλήσω πρώτος..

''Παρακαλώ....ποιος είναι?''
Ακούστηκε ένα βροντερό γρύλισμα από το ακουστικό και εγώ πάγωσα στη θέση μου.
''Πως τόλμησες να επιστρέψεις?''
Τ πόδια μου μούδιασαν στο άκουσμα της φωνής......
Δεν γίνεται δεν μπορεί,αποκλείεται να είναι εκείνη......
''Σε μία ώρα να είσαι στο λιβάδι,μην ειδοποιήσεις κανέναν...''
Καθάρισα το λαιμό που προσπαθώντας να απαντήσω και τη στιγμή που άνοιξα το στόμα μου το ακουστικό έκλεισε.

Έμεινα ακίνητος,κρατώντας ακόμα τη συσκευή στα χέρια μου και σίγουρος πως ήταν εκείνη.Μα πως είναι δυνατόν?Ήξερα πως είχε φύγει από το Φόρκς.Δεν γίνεται να επέστρεψε...εκτός και αν γύρισε για να με εκδικηθεί.....θεέ μου ορκίζομαι πως θα μου στρίψει.......Δεν θα καταφέρω να την αντιμετωπίσω,όχι από τώρα.
Οι μόνοι που ήξερα για την επιστροφή μου ήταν οι Κάλλεν,εκτός και αν της είπαν πως βρίσκομαι στο Φορκς,μα πως?Αυτό σημαίνει πως έχει επικοινωνία μαζί τους?


Χιλιάδες αναπάντητα ερωτήματα πλημμύριζαν το κεφάλι μου φτάνοντας την νευρικότητα μου στο τέρμα.Όχι δεν θα τρελαινόμουν ν.Ήξερα πως δεν θα το άφηνε έτσι,ήξερα πως μπορεί ακόμα και να με σκότωνε αλλά εγώ επέλεξα να επιστρέψω και αυτό έκανα.Δεν θα το έβαζα τώρα κάτω,δεν θα συμπεριφερόμουν με δειλία ξανά.Ο φόβος με κρατούσε στην αφάνεια τόσα χρόνια και δεν θα τον άφηνα να με κερδίσει πάλι.

Περπάτησα με αποφασιστικά βήματα προς την ντουλάπα μου.Άρπαξα ένα λευκό πουκάμισο και ένα μπεζ παντελόνι.Σε λιγότερο από δεκα δευτερόλεπτα είχα ντυθεί και είχα φορέσει τα παπούτσια μου.Δεν ήθελα να με δει με τα κουρέλια που φορούσα τόσο καιρό.

Μπήκα στο μπάνιο και πέρασα τι βούρτσα μέσα από τα μπερδεμένα μαλλιά μου...
Έβρεξα το πρόσωπό μου προσπαθώντας να ηρεμήσω την νευρικότητα μου

Δεν άφηνα τον εαυτό μου να σκεφτεί τις επιπτώσεις της συνάντησης αυτής.Ήθελα να την δω και αυτό ήταν το μόνο που με ενδιέφερε ακόμα και ας με σκότωνε την στιγμή που θα έφτανα στο λιβάδι.

Κοίταξα το ρολόι,η ώρα ήταν 6,έπρεπε να βιαστώ.Εκείνη ήταν ήδη εκεί.Η επιθυμία φούντωσε μέσα μου,καθώς θυμήθηκα τις παλιές μας συναντήσεις στο λιβάδι,αλλά αυτή την φορά τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά.


Βγήκα από την πόρτα και περπάτησα έως το ασανσέρ.Πάτησα το κουμπί και σε λιγότερο από ένα λεπτό είχε φτάσει τον όροφό μου.Περίμενα να ανοίξουν οι πόρτες και με ανθρώπινους ρυθμούς κατευθύνθηκα προς την έξοδο.

Περπάτησα για μερικά μετρά αγνοώντας τα βλέμματα των γύρο μου και έφτασα στην είσοδο του μεγάλου δάσους.Αφού σιγουρεύτηκα πως δεν ήταν κανείς σε ακτίνα ενός χιλιομέτρου απελευθέρωσα τον εαυτό μου και άρχισα να τρέχω με μανία.Ίσως ήταν η τελευταία κούρσα της ζωής μου σκέφτηκα και με ένα τεράστιο άλμα μηδένισα την
απόσταση  ανάμεσα σε μένα και την απέναντι όχθη του ποταμού που πριν από δέκατα του δευτερολέπτου βρισκόταν απέναντί μου.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου