Έντουαρντ
Πρωτού το καταλάβω η Άλις είχε εξαφανιστεί απτό δωμάτιο που τώρα φάνταζε πιο στοιχειωμένο από ποτέ.Μόνο ο ήχος των αυτοκινήτων έξω, έσπαγε την αποπνικτική σιωπή.Άκουσα μερικά άτσαλα βήματα-πράγμα περίεργο για έναν βρικόλακα-κοντά στις σκάλες,και έπειτα τον συρτό ήχο της πόρτας καθώς έκλεινε.Σίγουρα αυτή η συζήτηση δεν είχε κάνει μόνο εμένα νευρικό αλλά και εκείνη.Ουσιαστικά η Άλις ήρθε να με προειδοποιήσει για κάτι που για κακή μου τύχη αγνοούσα περισσότερο από ότι θα'πρεπε.Υπήρχε μια ελπίδα μέσα μου πως μπορεί τα πράγματα να ήταν διαφορετικά.
Έπρεπε να το είχα φανταστεί πως η Μπέλλα δεν θα με άφηνε έτσι απλά να επιστρέψω.Ήξερα πόσο πολύ αγαπούσε τον πατέρα της,και ήταν θέμα τιμής για εκείνη.Μπορούσα να θυμηθώ το σοκαρισμένο βλέμμα της καρφωμένο στον νεκρό Τσάρλυ.Δεν ξέρω πως κρατήθηκα εκείνη την αναθεματισμένη στιγμή για να της πω την αλήθεια.Όχι δεν έπρεπε να το κάνω αυτό.Δεν θα εξ έθετα την Μπέλλα σε τέτοιο κίνδυνο ακόμα και αν με μισούσε για όλη της την ύπαρξη-πράγμα που συνέβη-.Όλο αυτό ήταν πάνω από εμάς.Έτσι έφυγα σαν κυνηγημένος χωρίς καμία εξήγηση και με όλες τις ευθύνες να βαραίνουν τις πλάτες μου.
Δεν μετανιώνω για την κίνηση μου να θεωρηθώ εγώ το τέρας,ο δολοφόνος,ο βρικόλακας που πρόδωσε τη φατριά αλλά και την αγαπημένη του.Αλλά πραγματικά μου άξιζε αυτό. Από δικό μου λάθος η Βικτώρια γλίστρησε και στο ένα και μοναδικό κλάσμα του δευτερολέπτου που τα δόντια μου απομακρύνθηκαν από το πέτρινο χέρι της,στραγγάλισε το Διοικητή Σουάν.Φυσικά μετά την σκότωσα.Ήταν το λιγότερο που μπορούσα να κάνω για κείνον αλλά και την Μπέλλα.
Ήξερα πως η Βικτώρια ήταν πιόνι των Βόλτουρι.Είχα διαβάσει τις σκέψεις του Άρο.Μέ ήθελε για το στρατό του και με κάθε τρόπο προσδοκούσε να διαλύσει την οικογένεια.Το χάρισμα μου θα του ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο στην αποστολή που ήθελε να πραγματοποιήσει στην Βουλγαρία.Αυτοί οι βρικόλακες τις Βλαχίας είχαν αρχίσει να τραβούν την προσοχή και έπρεπε οπωσδήποτε να εξοντωθούν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα.Θα διάβαζα τις σκέψεις του και έπειτα τα δυο ''χαρισματικά'' αδέρφια θα αποτελείωναν τους αθώους.
Από την αρχή ο Άρο ήξερε πως δεν υπήρχε περίπτωση να τον ακολουθήσω όσο η Μπέλλα ήταν μαζί μου.Γιαυτό αποφάσισε να καταστρέψει την ευτυχεία μας με τον πιο απάνθρωπο τρόπο.Έστειλε τους δικούς του να βρουν την Μπέλλα μια νύχτα πριν το γάμο.Έφτασα όμως εκεί την κατάλληλη στιγμή για να τους εμποδίσω.Η Μπέλλα έμεινε στο σπίτι μου εκείνη την νύχτα,παρέα με την Άλις να συζητούν για τις τελευταίες λεπτομέρειες.Το πρωί θα επέστρεφε στο σπίτι,θα βλέπε τον πατέρα της νεκρό.Όλα θα διαλύονταν.
Τότε έκανα το μεγαλύτερο λάθος της ζωής μου.Η δηλεία μου να αντιμετωπίσω την κατάσταση δεν με άφησε να δω καθαρά και τη μεταμόρφωσα.Δεν σκέφτηκα τις επιπτώσεις των πράξεων μου δεν σκέυτηκα απολύτως τίποτα.Κινδύνευε έπρεπε οπωσδήποτε να την αλλάξω.Ανθρώπινη,απροστάτευτη και μόνη σίγουρα θα σκοτωνόταν από τον Άρο.Το σχέδιο του είχε πετύχει.
Μόλις την είδα να μπαίνει στο σπίτι το μεσημέρι της επόμενης μέρας χύμηξα σχεδόν απάνω της.Τα μάτια της πρόλαβαν να ταξιδέψουν στον νεκρό Τσάρλυ.Τότε τα δόντια μου δυήσδησαν στο μεταξένιο της λαιμό.Άρησε να ουρλιάζει και να βογκά καθώς το δηλητήριο βεβήλωνε στις αρτηρίες της.Έπεσε κάτω και ένα κύμα σπασμών άρχισε να κυριεύει το σώμα της.Δεν άντεχα να βλέπω,έπρεπε να φύγω,να εξαφανιστώ.Δεν έπρεπε να μάθει για τους Βόλτουρί.Τώρα που ήταν αθάνατη θα μπορούσε να προστατεύσει τον εαυτό της.
Έτσι έφυγα σαν κυνηγημένος πηδώντας από το παράθυρο.Την άκουσα να φωνάζει το όνομα μου,ανάμεσα στους λυγμούς της,να με εκλιπαρεί να γυρίσω,αλλά εγώ εξαφανίστηκα και την άφησα πίσω μου για πάντα-τουλάχιστον έτσι πίστευα τότε.
Περπάτησα έως το μικρό μπαλκονάκι του διαμερίσματος προκειμένου να ηρεμήσω.Οι αναμνήσεις με είχαν συνεπάρει περισσότερο από ότι θα ήθελα.Άνοιξα μαλάκα το γυάλινο τζάμι και περπάτησα έως το προστατευτικό κάγκελο.Η βροχή έπεφτε με ορμή πάνω μου,αλλά δεν με ένοιαζε,το είχα ανάγκη.Ήταν λες και το νερό μπορούσε να ξεπλύνει έτσι απλά τον πόνο και την ματαίωση που ένιωθα.Κοίταξα πέρα προς την μεγάλη πόλη και άφησα τη ματιά μου να περιπλανηθεί αόριστα προς διάφορες κατευθύνσεις.Το μόνο που ήθελα ήταν να ξεχαστώ.
Οι άνθρωποι που περνούσαν από κάτω με κοιτούσαν λες και ήμουν κάποιου είδος εξωγήινος.Σίγουρα έτσι φάνταζα στα μάτια τους.''Ένας τρελός που κάθετε έξω στη βροχή'',''ένας ερωτευμένος που νοσταλγεί την χαμένη του αγάπη''.Η τελευταία σκέψη δεν έπεσε και τόσο έξω τελικά.Ακολούθησα τη φωνή με το βλέμμα μου και μία γερόντισσα εμφανίστηκε μπροστά μου.
Μια φιγούρα τυλιγμένη με ένα μαύρο αδιάβροχο.Τα μαλλιά της πιασμένα σε έναν επιμελή κότσο ενώ μερικές τρίχες ξέφευγαν κοντά στο μέτοπό της απτό γερό του κράτημα.Τα μάτια της κοιτούσαν βαθυά μέσα στα δικά μου ενώ οι ρυτίδες δημιουργούσαν μικρές στρώσεις πάνω από αυτά.Εξέμπεμπε ηρεμία και κατανόηση.Πίστευε πως ήμουν το τελευταίο δείγμα μιας παλιάς εποχής,ρομαντικής,ευγενικής.Μπορούσα να διαβάσω στις σκέψεις το πως φαινόμουν σε αυτή.Έβλεπα το πρόσωπό μου μέσα από τα μάτια της.Μια αρχαία θλίψη διαγραφόταν στα χαρακτηριστικά μου,και τόσος πόνος.Τίναξα ελαφρά το κεφάλι μου και χώθηκα μέσα στο μικρό δωμάτιο.
Ήξερα πως ένιωθα αλλά να βλέπω τον εαυτό μου έτσι το έκανε αβάσταχτο.Γνώριζα τι έπρεπε να κάνω,για μια και μοναδική φορά στη ζωή μου έπρεπε να πω την αλήθεια Θα την έβρισκα,θα της εξηγούσα και μετά ας έκοβε το νήμα της καταραμένης μου ύπαρξης, αρκεί μόνο να με άκουγε....
polu kalo kefalaio MPRAVO!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή